συμπλοιοκτησία

συμπλοιοκτησία
η, Ν [συμπλοιοκτήτης]
(ναυτ.δίκ.)
μορφή από κοινού εκμετάλλευσης πλοίου, η οποία προϋποθέτει αφ' ενός την εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα τού σκάφους και αφ' ετέρου την πρόθεση κοινής εκμετάλλευσής του εκ μέρους τών συμπλοιοκτητών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …   Dictionary of Greek

  • κυριότητα — (Νομ.). Το εμπράγματο δικαίωμα με το οποίο εκφράζεται η πλήρης εξουσία ενός προσώπου πάνω σε ένα πράγμα. Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας (Α.Κ.) –αντίθετα με άλλους ευρωπαϊκούς– δε δίνει τον ορισμό της κ. Το ίδιο συμβαίνει και με το ρωμαϊκό δίκαιο, αν …   Dictionary of Greek

  • συνεφοπλισμός — ο, Ν ναυτ. συμπλοιοκτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εφοπλισμός (< ἐφοπλίζω «ετοιμάζω, παρασκευάζω»), πρβλ. εφοπλιστής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”